- μεσσίκιος
- μεσσίκιος, ὁ (Α)στρατιώτης που έχει αποστρατευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. missicius (< ρ. mitto «στέλνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισσίκιος — μισσίκιος, ὁ (Α) μεσσίκιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. missicius «στρατιώτης που έχει αποστρατευθεί» (< mitto «απολύω, αποστέλλω»)] … Dictionary of Greek